''ΠΩΣ ΜΑΘΑΙΝΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΝΑ ΑΓΚΑΛΙΑΖΕΙ'' - Μικρή Οικογενειακή Ιστορία

Όλα ξεκίνησαν μία βροχερή ημέρα που η μικρή, όμορφη πόλη που ζω  είχε σκεπαστεί με το σύνηθες πέπλο υγρασίας.Η μητέρα μου αποφάσισε να μη με στείλει σχολείο σήμερα, αν και ήταν τόσο κοντά μας, σχεδόν 50 βήματα μακριά από το σπίτι μας, με την πρόφαση μην αρρωστήσω. Η αλήθεια είναι πως ήθελε να με έχει συντροφιά μαζί της στο σπίτι. Αγαπάει να μαγειρεύει με τη συνοδεία της λεπτής, άτσαλης μα τόσο μελένιας όπως την ονομάζει φωνής μου.

Το παραδέχομαι πως και εγώ δεν είχα όρεξη να πάω στο σχολείο. Είχα την προηγούμενη μέρα μαλώσει με τη Νεκταρία που διάλεξε να γίνει δίδυμο με την Μαρία στην Χριστουγεννιάτικη εκδήλωση. Νόμιζα πως ήμουν σημαντική γι’ αυτήν από την στιγμή που μου είχε χαρίσει την ξύλινη μολυβοθήκη της. Ίσως, όμως και να είμαι, ποιος ξέρει… Όπως συνήθιζε να λέει η  γιαγιά μου ‘’όσο πιο σημαντικός είναι ο άλλος για εμάς, τόσο πιο πολύ φοβόμαστε να του το δείξουμε’’. Δεν κατάλαβα ποτέ αυτή την φράση. Δεν είχα τολμήσει, όμως, να της το ομολογήσω. Ήταν αυστηρή η γιαγιά μου. ‘’Μα είσαι χαζούλα;’’ , θα μου έλεγε. Κρατούσα τα  λόγια της σαν φυλαχτό. Ποιος ξέρει, μεγαλώνοντας ίσως κατάφερνα να τα μεταφράσω. Ήλπιζα για να είμαι ειλικρινής σε αυτό.

Η μαμά μου, όπως κάθε πρωί μου ετοίμασε το αγαπημένο μου πρωινό, μαρμελάδα φράουλα με φρέσκο, ζεστό ψωμάκι φούρνου και σοκολατούχο γάλα, στο οποίο μετρούσε τη κάθε γουλιά μου, γιατί όπως λέει ‘’αυτά τα πράγματα δεν κάνουν καλό στην υγεία μας’’.΄΄Και τι κάνει καλό στην υγεία μας;’’ συνήθιζα να απαντάω εγώ.Είμαι παιδί που έχω πολλές ερωτήσεις. Αλλά αναρωτιέμαι, ποιο παιδί άραγε δεν έχει; Ο κόσμος είναι γεμάτος ερωτήσεις. Αν απαντηθούν όλα φοβάμαι πως δεν θα μιλάμε μεταξύ μας. Ο παππούς μου έλεγε πως μεταξύ μας επικοινωνούμε μόνο με ερωτήσεις και ότι αν κάτι δεν βγαίνει από το στόμα μας με λέξεις είναι σαν να μην υπάρχει. Η γιαγιά μου αυτή τη φορά αρνούνταν να τον καταλάβει και αποσυρόταν, μη ρωτώντας διευκρινίσεις. 
‘’Τι κάνεις;’’, ‘’Τι φαγητό έχουμε σήμερα;’’, ‘’Θα πας εσύ το παιδί στο σχολείο;’’,
‘’Θα σταματήσεις να είσαι τόσο γκρινιάρης;’’

Έχει δίκιο τελικά ο παππούς μου. Όλα είναι ερωτήσεις!

Με το που έφαγα το πρωινό μου πήγα στη κουζίνα όπου η μητέρα μου είχε  ήδη αρχίσει να μαγειρεύει το ‘’φαγητό του μπαμπά’’, κολοκυθάκια γεμιστά με ρύζι. Αν και μισούσα τα κολοκυθάκια και δεν είχα τολμήσει ποτέ να τα δοκιμάσω, κατά ένα παράξενο τρόπο είχα  μεγάλη χαρά που η μαμά μου μαγείρευε στον μπαμπά μου.  Κάπως έτσι φαντάζομαι μοιάζει η αγάπη στον κόσμο… Σαν κολοκυθάκια φτιαγμένα με ρύζι και μπόλικη αγάπη. Μάλιστα με ρώτησε αν ήθελα να μου μαγειρέψει κάτι άλλο. ‘’Όχι’’, της απάντησα χωρίς καν να το σκεφτώ. Δεν ήθελα να την κουράσω. Στεναχωριόμουν που έβλεπα την φιγούρα της ολημερίς μέσα σε μία κουζίνα ανάμεσα σε κατσαρόλες, τηγάνια και ζαρζαβατικά. Σκεφτόμουν πως η αγάπη μοιάζει με φαγητό. Όταν φτιάχνεις στον άλλον αυτό που αγαπάει, ουσιαστικά του μεταφέρεις το φορτίο αγάπης που κρύβεις μέσα σου γι’ αυτόν. Ίσως γι’ αυτό και η μητέρα μου δεν έβγαλε μία σταλιά παράπονο τόσα χρόνια, ίσως να μην είχε βρει άλλο τρόπο να εκφράσει την αγάπη της.

Ξαφνικά τότε θυμήθηκα μία μέρα με τον μπαμπά μου, που μου έκανε μαθήματα αγάπης. Ήταν από αυτά τα μαθήματα που βιώνεις, όχι που μαθαίνεις. ‘’Μπαμπά πως αγαπάνε οι άνθρωποι;’’, ρώτησα με διστακτική φωνή και μου απάντησε με ένα μειδίαμα που εξέπεμπε απόλυτη ηρεμία: ''Έλα να σου δείξω.''
Πλησίασα και με έσφιξε τόσο δυνατά  στην αγκαλιά του που ακόμα την νιώθω πάνω μου...''Μόνο έτσι αγαπάνε οι άνθρωποι!'' μου είπε,''αυτός είναι ο πιο ασφαλής τρόπος αγάπης.''
Και συνέχισα εγώ...''Και πως μαθαίνει κάποιος να αγκαλιάζει;''
΄΄Την αγκαλιά δεν την μαθαίνεις, την αγκαλιά την αισθάνεσαι!΄΄, είπε και πριν ολοκληρώσει την πρότασή του με αγκάλιασε ξανά.



Σηκώθηκα και την αγκάλιασα από πίσω την ώρα που ανακάτευε το ρύζι. Ξαφνιάστηκε. ‘’Τόσο χαρούμενη είσαι που δεν πήγες σχολείο, γι’ αυτό μου κάνεις νάζια;’’
Δεν κατάλαβα γιατί ξαφνιάστηκε. Μα αφού ο μπαμπάς το είχε πει ξεκάθαρα πως οι αγκαλιές σημαίνουν αγάπη. ‘’Οι  αγκαλιές σημαίνουν αγάπη και δεν μαθαίνονται, εντάξει;’’, της απάντησα. Το ρύζι άρπαξε στη κατσαρόλα. Πρώτη φορά την άκουσα να λέει πως δεν πειράζει. Πρώτη φορά την άκουσα να λέει ‘’αμάν πια αυτή η ποδιά’’, και να την βγάζει με μανία από πάνω της. Έπειτα με αγκάλιασε από μόνη της αυτή την φορά.
Εκείνο το πρωινό  δεν πήγα σχολείο…εκείνο  το πρωινό δοκίμασα για πρώτη φορά κολοκυθάκια με ρύζι.





Γεωργία Χριστίνα Κανελλοπούλου
Ψυχολόγος- Αρθρογράφος
Προσωπική Σελίδα: www.thepsytrap.gr

Η Γεωργία Χριστίνα γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Καβάλα. Τα τελευταία χρόνια ζει στην Αθήνα, όπου ασκεί  το επάγγελμα του ψυχολόγου, ένα επάγγελμα δώρο ζωής όπως το αποκαλεί. Αγαπάει την αρθρογραφία και τα ταξίδια, αυτά τα ταξίδια στα νησιά, αλλά και τα παράξενα, τα μαγικά ταξίδια στο εσωτερικό της ψυχής. Στο ελεύθερο της χρόνο αρθρογραφεί σε περιοδικά και sites, ενώ παράλληλα συλλέγει αναμνήσεις.