“Γιατί γιορτάζω την επέτειο γνωριμίας με την Ψυχολόγο μου” - Διήγημα ενός θεραπευόμενου

Είχε ζέστη στην Ρώμη. Το ημερολόγιο έδειχνε 3 Οκτωβρίου, αλλά η μαγευτική αιώνια πόλη αρνούνταν πεισματικά να ακολουθήσει τα σημεία των καιρών και να προσαρμοστεί στο φθινόπωρο. Στο Τραστέβερε με το που σουρούπωνε  κάθε βράδυ μαζευόταν κόσμος και γινόταν διάφορα πάρτι. Νεαροί φοιτητές με μπύρες στα χέρια, μεσήλικες τουρίστες  απ’ όλα τα μέρη του πλανήτη  με τοσκανέζικο κρασί στα χέρια  συνωστίζονταν στα διάφορα σοκάκια για να ζήσουν την εμπειρία της νυχτερινής Ρώμης. Η μοντέρνα dolce vita ωστόσο δεν άγγιζε καθόλου τον Τζοβάνι Βασσάλο ο οποίος έμενε σε μια μικροσκοπική γκαρσονιέρα δυο δρόμους μακριά από το Τραστέβερε. Εκείνο το απόγευμα της 3ης Οκτωβρίου  βρήκε τον 24χρονο Τζοβάνι μπροστά στην λευκή οθόνη του υπολογιστή του να  πάσχιζε να βρει έμπνευση.  Του είχε ζητηθεί από το περιοδικό Cine e Letteratura  να γράψει ένα διήγημα με κινηματογραφικό χαρακτήρα το οποίο εύκολα θα μπορούσε μελλοντικά  να μεταφερθεί στην μεγάλη οθόνη. Για να το κάνει είχε προπληρωθεί χίλια πεντακόσια ευρώ τα οποία είχε πολλή μεγάλη ανάγκη. Οπότε έπρεπε να φανεί συνεπής και μέχρι το πρωί της Παρασκευής έπρεπε να στείλει στην διευθύντρια του περιοδικού το ποιόν της σκέψης του και της δημιουργικότητας του. Ωστόσο μέχρι ώρας δεν κατάφερνε τίποτα. Κάθε τόσο κοιτούσε το ρολόι δίπλα από το μόνιτορ του υπολογιστή και με την κλασσική επίκληση στα Θεία “Ω! Madonna mia” ξεφυσούσε.
Κάποια στιγμή σηκώθηκε από την καρέκλα, έκλεισε τον υπολογιστή και πήγε στο κρεβάτι του. Άρχισε να χαζεύει από  το παράθυρο τις στέγες της πόλης  προσπαθώντας να καθαρίσει το μυαλό του.
-“Τελικά αυτό το βραβείο του καλύτερου Ιταλού μικρομηκά σκηνοθέτη δεν  μου έφερε την καλοτυχία που περίμενα”. Μονολόγησε και θυμήθηκε τα λόγια κάποιου Ιάπωνα σκηνοθέτη ο οποίος σοφά είχε δηλώσει σε μια συνέντευξη του ότι ύστερα από ένα βραβείο, μια καταξίωση ενώ υπάρχουν πολλοί που σου λένε πολλά εν τέλει λίγα συμβαίνουν. Ο Τζοβάνι ωστόσο δυο μήνες πριν όταν το υπουργείο πολιτισμού τον ανακήρυξε τον καλύτερο μικρομηκά Ιταλό σκηνοθέτη της χρονιάς  δεν σκεφτόταν καθόλου έτσι. Εντελώς αφελώς πίστευε ότι μιαν ωραία πρωία θα άνοιγε την πόρτα της γκαρσονιέρας του  και θα υποδεχόταν την Βαλέρια Γκολίνο η οποία θα του πέταγε στα μούτρα αμοιβή ενός εκατομμυρίου ευρώ προκειμένου να κάνουν μαζί την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους. Και φυσικά ακόμη την περιμένει.- “ Αλήθεια, ξέρει άραγε ποιος είμαι η Βαλέρια Γκολίνο;” Αναρωτήθηκε φωναχτά και ξάπλωσε στο κρεβάτι αναζητώντας έμπνευση στο ταβάνι.
          Η αλήθεια είναι ότι το σπίτι του δεν του άρεσε. Ήταν μικροσκοπικό, αλλά ήταν το μόνο απ’ όσα υπήρχαν στην περιοχή το οποίο και άντεχε η τσέπη του.  Βλέπετε η βράβευση του και η πρόσκαιρη δημοσιότητα που την συνόδευσαν δεν του έλυσαν το επαγγελματικό-οικονομικό  του πρόβλημα. Εντάξει κέρδισε ένα μικρό χρηματικό έπαθλο  το οποίο έτρωγε σιγά,σιγά αλλά την δουλειά του  ως ρεσεψιονίστ νυχτερινής βάρδιας στο Hotel Greco στην περιοχή Campo dei Fiori  την διατήρησε κανονικά. Διότι ακόμη δεν του είχε έρθει καμία πρόταση από εταιρίες κινηματογραφικών παραγωγών. Ούτε για video clip δεν είχε χτυπήσει το τηλέφωνο του. Οπότε παρέμενε σ’ αυτή την μικροσκοπική γκαρσονιέρα η οποία τον καταπίεζε. Προς στιγμή  το μυαλό του ταξίδεψε στην ιδιαίτερη του πατρίδα, το Λέτσε. Θυμήθηκε το παραδοσιακό ψιλοτάβανο πατρικό του στο ιστορικό κέντρο της πόλης. Θυμήθηκε την Ελληνίδα γιαγιά του η οποία τον μεγάλωσε με διηγήσεις και ιστορίες από το νησί της την Ρόδο από το οποίο εκδιώχθηκε το 1946, επειδή παντρεύτηκε τον παππού του Ιταλό φαντάρο του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Η γιαγιά Άννα έζησε τα τρία τέταρτα της ζωής της στο Λέτσε αλλά αρνήθηκε πεισματικά να μάθει ιταλικά. Μίλαγε ελληνική ή το πολύ πολύ την τοπική διάλεκτο Grico. Χόρευε ταραντέλες και πάντοτε έλεγε και στα τέσσερα εγγόνια της ότι δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από τον φασισμό. Όταν πέθανε το Μάρτιο του 2015 ήταν τρομερή ανήσυχη για την Ελλάδα και ακόμη περισσότερο για την είσοδο στην ελληνική βουλή ενός ρατσιστικού, ξενοφοβικού, ναζιστικού κόμματος.
          Η νοσταλγία  για  την πατρίδα και η ανάμνηση της γιαγιάς Άννας η οποία πέθανε σε βαθιά γεράματα συγκίνησαν τον Τζοβάνι ο οποίος  ωστόσο εξακολουθούσε να έχει έλλειψη έμπνευσης. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε στην κουζίνα για να ετοιμάσει έναν καφέ. Την ώρα που έριχνε τον φρεσκοκόμμενο εσπρέσο στην machinetta πάγωσε το βλέμμα στο πλακάκι πάνω από το νεροχύτη.

-“Τι σκέφθηκα μόλις  πριν από λίγο;” Μονολόγησε και πάλι.  Και άμεσα απάντησε ο ίδιος στον εαυτό του.

-“Την Ελληνοιταλίδα ηθοποιό Βαλέρια Γκολίνο, την δουλεία μου στο Hotel Greco, την Ελληνίδα γιαγιά Άννα”.

Και τότε πανικόβλητος παράτησε την machinetta, άρπαξε τα κλειδιά του και κατέβηκε  σαν καιόμενη σφαίρα την σκάλα της πολυκατοικίας του. Βγήκε έξω από το κτίριο και πήγε μπροστά στα σκουπίδια της ανακύκλωσης. Με ανακούφιση είδε ότι το απορριμματοφόρο δεν είχε μαζέψει ακόμη το ανακυκλώσιμό υλικό του χαρτιού όποτε άρχισε να ψάχνει τις σακούλες για να βρει το περιοδικό Le notizie το οποίο ο ίδιος είχε πετάξει το μεσημέρι.  Ύστερα από ολιγόλεπτη αναζήτηση το βρήκε και ανακουφισμένος έτρεξε πίσω στο σπίτι του.
          Αφού έφτιαξε τον καφέ που προετοίμαζε  κάθισε στο τραπέζι μπροστά από τον υπολογιστή άνοιξε το περιοδικό  και ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με την έμπνευση του.
Το κεντρικό άρθρο το περιοδικού το υπέγραφε ένας Έλληνας σκηνοθέτης.  Και ναι όλες οι προηγούμενες σκέψεις του Τζοβάνι Βασσάλο η Ελληνοιταλίδα ηθοποιός Βαλέρια Γκολίνο, το ξενοδοχείο Hotel Greco στο οποίο δουλεύει, η Ελληνίδα γιαγιά Άννα από την Ρόδο τον οδήγησαν σ’ αυτόν τον Έλληνα σκηνοθέτη. Ο Έλληνας σκηνοθέτης ήταν το πολυσυζητημένο πρόσωπο των τελευταίων μηνών στο Ευρωπαικό σινεμά. Με την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους ένα ασπρόμαυρο κοινωνικό δράμα γυρισμένο μόνο φυσικό φωτισμό κέρδισε το βραβείο της καλύτερης ταινίας στο φεστιβάλ του Λοκάρνο εντυπωσιάζοντας του πάντες. Ο ίδιος βέβαια ήταν πολύ χαμηλών τόνων. Δεν έδινε πολλές συνεντεύξεις, απέφευγε τα πολλά  με τα media αν και κάπου, κάπου ενέδιδε στο φλερτ των ιταλικών εντύπων καθότι λάτρευε την Ιταλία και μιλούσε και ο ίδιος του άψογα ιταλικά. Εκείνη την εβδομάδα στο τεύχος του Le notizie ο Έλληνας σκηνοθέτης έγραψε ένα χρονογράφημα με ελεύθερο θέμα όπως του ζήτησε η διευθύντρια του περιοδικού Καρμέλα Ράλι. To χρονογράφημα αυτό έγινε  μιας πρώτης τάξεων έμπνευση για τον Τζοβάνι Βασσάλο  καθότι ο Έλληνας σκηνοθέτης κατέγραφε σ’ αυτό  την σχέση του με την ψυχολόγο του. Το άρθρο είχε τίτλο “Γιατί γιορτάζω την επέτειο  γνωριμίας με την Ψυχολόγο μου” και ο Τζοβάνι Βασσάλο άρχισε να το διαβάζει φωναχτά προκειμένου να αρχίσει να αντλεί δημιουργική έμπνευση από αυτό. Το κείμενο του Έλληνα σκηνοθέτη λοιπόν πήγαινε ως εξής:

Ήταν μεσημέρι Κυριακής μέσα στο Νοέμβρη όταν συνειδητοποίησα ότι πνίγομαι και ότι χρειάζομαι ψυχοθεραπεία. Η ερωτική σχέση που είχα τότε μ’ έναν σύντροφο μου για αρκετά χρόνια είχε βαλτώσει, μ’ έπνιγε και ένιωθα ανίσχυρος να φύγω από αυτήν  και να διεκδικήσω κάτι καλύτερο για μένα. Ένιωθα περίεργα άσχημα. Μπορεί να ήμουν 38, μπορεί ήδη να είχα μια καλή αρχή καριέρας στον χώρο του σινεμά με τρεις ταινίες μικρού μήκους, αλλά τίποτα δεν μου έδινε γαλήνη, ψυχική ηρεμία.  Και τότε σκέφθηκα ότι πρέπει να πάω σε ψυχολόγο. Είχα δει τυχαία στο facebook την ανάρτηση ενός ψυχολόγου και αποφάσισα να τον πάρω τηλέφωνο εκείνη την στιγμή  κι’ ας ήταν μεσημέρι Κυριακής. Δεν ξέρω πως του φάνηκα στην πρώτη μας επικοινωνία, αλλά έσπευσε να με παραπέμψει στην συνεργάτιδα του ψυχολόγο Κρίστι με την οποία έκλεισα ραντεβού για την αμέσως επόμενη Τρίτη. Πήγα αγχωμένος στην πρώτη συνεδρία. Δεν ήξερα τι ήθελα να πω και σχεδόν δεν μπορούσα να την αντικρύσω στα μάτια. Ντρεπόμουν; Όχι. Απλώς μάλλον συνειδητοποίησα ότι είχα ένα τεράστιο πρόβλημα στο να διεκδικήσω το καλό, το όμορφο, το ευχάριστο για μένα. Λες και πίστευα ότι δεν αξίζω τίποτα απ’ αυτά.  Δεν θα ξεχάσω ποτέ μια παρομοίωση που χρησιμοποίησα στην πρώτη συνεδρία μας. Είχα πει στην Κρίστι είναι σαν να βλέπω τις λύσεις στα προβλήματα του   απέναντι μου κρεμασμένες στην κρεμάστρα και να μην μπορώ να τις αγγίξω. Συνεδρία, στην συνεδρία κατάλαβα ότι τα προβλήματα στην σχέση μου με τον σύντροφο μου ήταν συμπτώματα.  Τα αίτια για το ότι δεν ένιωθα καλά βρίσκονταν πίσω στην παιδική μου και εφηβική μου ηλικία. Και φυσικά στην δική μου ατολμία να με αποδεχθώ,  να νιώσω καλά με μένα. Να φανταστείτε δεν επιβράβευα πότε τον εαυτό μου για τίποτα. Ένα μήνα μετά την πρώτη συνεδρία χώρισα, άλλαξα σπίτι, έμεινα εντελώς μόνος, επέστρεψα για μίνι διακοπές  στην πατρίδα μου την Θεσσαλονίκη-γιατί ζω στην Αθήνα-και αποκάλυψα στους γονείς μου ότι είμαι ομοφυλόφιλος και ότι αυτό το μυστικό που κρατούσα μέσα μου για να μην τους πληγώσω με πλήγωσε πολύ εμένα τον ίδιο. Με αποδέχθηκαν και μου έδειξαν αγάπη και εγώ συνέχισα την ψυχοθεραπεία. Είδα αλήθειες. Είδα αληθινά και καθαρά τους γονείς μου, την αδερφή , τους συντρόφους που είχα στην ζωή μου. Είδα  καθαρά τον εαυτό μου, τις δυνάμεις μου  και τις αδυναμίες μου. Αντιμετώπισα τον φόβο μου για τον θάνατο, την αρρωστοφοβία μου. Να φανταστείτε πήγα εντελώς μόνος μου σε μια κλινική για να κάνω μια σύντομη επέμβαση με λέιζερ για κάποιο θέμα υγείας χωρίς να κάνω μαύρα σενάρια στο κεφάλι μου .  Κάποια στιγμή στην απαρχή του καλοκαιριού η Κρίστι μου έδωσε ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη και μου είπε ότι η δουλειά που κάναμε μαζί τελείωσε.  Πλέον πατούσα γερά στα πόδια μου. Φυσικά τίποτα δεν έγινε πιο ρόδινο από πριν στον κόσμο γύρω μου . Εγώ άλλαξα. Άλλαξα τον τρόπο που αντιμετώπιζα τα πράγματα και τον κόσμο γύρω μου . Μέσα από  την ψυχοθεραπεία έμαθα να κατανοώ την συμπεριφορά των άλλων και να μην στεναχωριέμαι και να αγωνιώ για πράγματα που δεν ελέγχω. Η Κρίστι κάθε τόσο μου επισημαίνει ότι οι συμπεριφορικές  μετακινήσεις που έκανα εγώ ο ίδιος είναι αξιοθαύμαστες διότι άλλοι θα τις έκαναν σε πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Σε κάθε περίπτωση από αυτή την περίοδο της ζωής μου το επιστέγασμα είναι ότι έμαθα να αγαπώ και να κατανοώ τον εαυτό μου, να αντιμετωπίζω ψύχραιμα την ζωή, να αντιλαμβάνομαι πλήρως ότι είναι οκ να μην νιώθω καλά κάποια μέρα. Έτσι λοιπόν επέλεξα να γιορτάζω την επέτειο γνωριμίας μου με την ψυχολόγο μου. Γιατί αυτή μου θυμίζει την δουλειά που έκανα εγώ για τον εαυτό μου. Την δουλειά που κάναμε μαζί γιατί η ψυχοθεραπεία είναι ετεροτροφοδοτούμενη δράση”.

Με το που τέλειωσε την ανάγνωση του άρθρου ο Τζοβάνι Βασσάλο άρχισε να γράφει σαν τρελός. Με το που τελείωσε το διήγημα δυο ώρες μετά και αφού το έστειλε στο email της διευθύντριας του περιοδικού Cine e  Letteratura άρχισε να ξανά χαζεύει το άρθρο του Έλληνα σκηνοθέτη. Αυτή την φορά πρόσεξε και μια λεπτομέρεια που του διέφυγε. Ο Έλληνας σκηνοθέτης είχε γενέθλια 3 Οκτωβρίου.



(Ευχαριστώ τον θεραπευόμενο μου για το διήγημα και πάντα του εύχομαι να είναι ο πιο πολύτιμος θεραπευτής του εαυτού του)

Το κείμενο δημοσιεύθηκε με την άδεια του κατόχου του- ''Αυτού που άνοιξε την καρδιά του να το γράψει...''

Γεωργία Χριστίνα Κανελλοπούλου
Ψυχολόγος- Οικογενειακή Σύμβουλος